φορητάς — φορητά̱ς , φορητός borne fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητός — ή, ό / φορητός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ος Α [φορῶ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταφέρει ή να τόν μετατοπίσει (α. «φορητή συσκευή» β. «φορηταὶ οἰκίαι», Φίλ.) αρχ. 1. αυτός που μετακινείται (α. «κυμάτεσσι φορητά», Πίνδ. β. «ἄστρα φορητά» οι… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
γεμιστής — ο [γεμίζω] 1. αυτός που γεμίζει κάτι 2. ο γεμιστήρας* 3. στρατ. στρατιώτης που γεμίζει τα μη φορητά πυροβόλα όπλα … Dictionary of Greek
διαμέτρημα — Η εσωτερική διάμετρος σωλήνα ή κάνης πυροβόλου όπλου που λαμβάνεται από το βάθος των ραβδώσεων, εφόσον πρόκειται για σωλήνα ή κάνη με ραβδώσεις. Ο όρος δ. χρησιμοποιείται για τη διάκριση των πυροβόλων όπλων, ενώ παλαιότερα η κατάταξή τους γινόταν … Dictionary of Greek
δοσιμετρία — Ποσοτικός προσδιορισμός φυσικών μεγεθών με τη μέτρηση των αποτελεσμάτων που προκαλούν τα μεγέθη αυτά. Παλαιότερα η χρήση του όρου δ. ισοδυναμούσε με τον προσδιορισμό των δόσεων. Έτσι γινόταν λόγος για δ. στην περίπτωση του προσδιορισμού της… … Dictionary of Greek
κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… … Dictionary of Greek
μεταλδεΰδη — Κυκλικό πολυμερές της ακεταλδεΰδης, με χημικό τύπο C8H16O4 ή (C2H4O)4. Η χημική της ονομασία είναι 2,4,6,8 τετραμέθυλ 1,3,5,7 τετραοξοκυκλο οκτάνιο, ενώ εμπορικά είναι γνωστή και με την ονομασία μέτα. Πρόκειται για λευκή έως άχρωμη στερεή… … Dictionary of Greek
οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… … Dictionary of Greek